-
1 κάτ-οπτρον
κάτ-οπτρον, τό, der Spiegel, in dem man sich sieht, vgl. εἴςοπτρον, welche Form B. A. 102 vorgezogen wird; sie waren bei den Griechen von polirtem Metall, κάτοπτρον εἴδους χαλκός ἐστ', οἶνος δὲ νοῦ Aesch. frg. 279; Eur. Hipp. 429 Rl. 1071; τὴν τῶν κατόπτρων εἰδωλοποιΐαν Plat. Tim. 46 a; von Waffen, ὥςπερ κάτ. ἐξέλαμπεν Xen. Cyr. 7, 1, 1. – Uebertr., ὁμιλίας κάτ., ein Bild von Freundschaft, Aesch. Ag. 813.
-
2 κάτοπτρον
κάτ-οπτρον, τό, der Spiegel, in dem man sich sieht; sie waren bei den Griechen von poliertem Metall; von Waffen. Übertr., ὁμιλίας κάτ., ein Bild von Freundschaft -
3 ὄνομα
ὄνομα, [dialect] Aeol. and [dialect] Dor. [full] ὄνῠμα IG12(2).68.8 (Lesb.), GDI4992a iii 7 ([place name] Crete), SIG1122.8 ([place name] Selinus), Berl.Sitzb.1927.167 ([place name] Cyrene) ; [dialect] Lacon. *[full] ἔνυμα prob. in pr. nn.AἘνυμακρατίδας IG5(1).213.45
, Ἐνυμαντιάδας ib.97.20, 280.2 ; poet. also (metri gr.) [full] οὔνομα (v.infr.), which appears regularly in codd. of Hdt. (along with ὀνομάζω, as 2.50, 4.35, al.), and sts. in other [dialect] Ion. prose authors (v.l. in Hp.Prog.25, etc.), but is prob. not Ionic ; [dialect] Ion. Inscrr. have only ὄνομα, IG7.235.39 ([place name] Oropus), etc.: Hom. hasοὔνομα Od.6.194
, 9.355, Il.3.235,οὐνόματ' (α) 17.260
,ὄνομα Od.9.16
, 364, 366, 19.183,ὄνομ' (α) 4.710
et saep.:— name of a person or thing, in Hom. always of a person, exc.ἐρέω δέ τοι οὔνομα λαῶν Od.6.194
and in Od.13.248 (v. infr. II) ;Οὖτις ἐμοί γ' ὄ. 9.366
, cf. 18.5,19.183, 247; , cf. 19.409, Hes. Th. 144 : in Prose ὄνομα is used abs., by name,πόλις ὄ. Καιναί X.An. 2.4.28
, etc.: also dat., πόλις Θάψακος ὀνόματι ib.1.4.11 (v. l.) ; by name,Pl.
Ap. 21c ;ἐπ' ὀνόματος δηλοῦσθαι Plb.18.45.4
, etc. ; κατ' ὄνομα by name, Strato Com.1.14, Epigr.Gr.983.4 ([place name] Philae) ; ἀσπάζου τοὺς φίλους κατ' ὄ. each by his name, 3 Ep.Jo.14.2 ὄ. τίθεσθαι or θέσθαι τινί give one a name, Od.19.403, 406, 8.554, A.Fr. 6, Ar.Av. 810 :—[voice] Pass., ὄ. κεῖταί τινι ib. 1291 ; ὄ. ἐστι or κεῖται ἐπί τινι, X.Mem.3.14.2, Cyr.2.2.12 ; so ὄ. φέρειν or ἐπιφέρειν ἐπί τι, Arist. EN 1119a33, HA 572a11.3 ὄνομα καλεῖν τινα call one by name,εἴπ' ὄνομ', ὅττι σε κεῖθι κάλεον Od. 8.550
;καλοῦσί με τοῦτο τὸ ὄ. X. Oec.7.3
, cf. E. Ion 259, 800, Pl.Cra. 393e, etc.:—so in [voice] Pass.,ὄ. δ' ὠνομάζετο Ἕλενος S.Ph. 605
, cf. El. 694 ;ὄ. δημοκρατία κέκληται Th.2.37
;τὸ ἐναντίον ὄ. ἀφροσύνη μετωνόμασται Id.1.122
;ὄ. ἓν κεκλημένους Σικελιώτας Id.4.64
;λεγόμενοι τοὔνομα γεωργικοί Pl.Lg. 842e
; but also ; reversely, ὄνομα καλεῖν τινι give a name to, Pl.Plt. 279e, Cra. 385d ;ὄ. καλεῖν ἐπί τινι Id.Prm. 147d
;τύμβῳ δ' ὄ. σῷ κεκλήσεται.. Κυνὸς σῆμα E.Hec. 1271
;τοὔνομα προσηγορεύθη Anaxil.21.3
.II name, fame,Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ' ἵκει Od.13.248
;οὐδὲ θανὼν ὄνομ' ὤλεσας 24.93
; ὄ. ἔχειν or σχεῖν ἀπό τινος, Hdt.1.71, Pl.Hp.Ma. 282a ;τὸ μεγα ὄ. τῶν Ἀθηνῶν Th.7.64
;τῷ μέλλοντι χρόνῳ καταλιπεῖν ὄ. ὡς.. Id.5.16
;τοὔνομά τινος μεῖζον ἀφικνεῖται εἰς τὴν πόλιν X.An.6.1.20
;ὧν ὀνόματα μεγάλα λέγεται ἐπὶ σοφίᾳ Pl.Hp.Ma. 281c
;ὄ. μέγιστον ἔχειν Th.2.64
; ἐν ὀνόματι εἶναι to have a name, to be notable, Str.9.1.23 ;οἱ ἐν πράγμασιν ἐπ' ὀνόματος γεγονότες Plb.15.35.1
; notably,Ath.
6.240c ; τῶν δι' ὀνόματος παρασίτων ib. 241a.III a name and nothing else, opp. the real person or thing, ;βοᾶς δ' ἔτι μηδ' ὄνομ' εἴη Theoc. 16.97
; opp. ἔργον, E.Or. 454, Hipp. 502 ;περὶ ὄ. μάχεσθαι Lys.33.3
;ἐκ τῶν ὀ. μᾶλλον ἢ τῶν πραγμάτων σκέψασθαι D.9.15
; ὀνόματι διαφέρεσθαι dispute about a word, Pl.Euthd. 285a, Lg. 644a.2 false name, pretence, pretext, ὀνόματι ἐννόμῳ ξυμμαχίας under the pretence.., Th.4.60 ;μετ' ὀνομάτων καλῶν Id.5.89
;χώρα καλῶν ὀ. καὶ προσχημάτων μεστή Pl.R. 495c
, cf. Plb.11.5.4.IV in periphr. phrases, ὄ. τῆς σωτηρίας, = σωτηρία, E.IT 905, cf. ὄνομ' ὁμιλίας ἐμῆς (v. l. for ὄμμ') Id.Or. 1082 : with the names of persons, periphr. for the person,ὦ φίλτατον ὄ. Πολυνείκους Id.Ph. 1702
.2 of persons,ὄχλος ὀνομάτων Act.Ap.1.15
; ἕτερα ὀ. ἀντ' αὐτοῦ.. πέμψαι Wilcken Chr.28.19 (ii A. D.) ; in Accountancy, both of persons and things (cf. Lat. nomen), Hyp.Ath.6, 10 (both pl.), Jahresh.26 Beibl.13 (Ephes., ii A. D., pl.) ; βαρέσαι τὸ ἐμὸν ὄ. charge my account, POxy.126.8 (vi A. D.) ; τὸν τόκον τὸν ὀνόματί μου παραγραφέντα ib.513.22 (ii A. D.) ; in registers of titledeeds, etc., οἰκίας οὐ κειμένης ἐν ὀνόματι τῆς ἀποδομένης not booked under the name of the seller, PLips. 3 ii 25 (iii A. D.) ; ὀνόματι ἰδιωτικῆς under the head of private land, PCair.Preis.47.10 (iv A. D.);δικαιώματα.. ἑκάστῳ ὀνόματι παράκειται BGU113.11
(ii A. D.); in tax-receipts, ἔσχον ὀνόματος Σομτοῦς on account of S., Ostr.Bodl. ii 39 (ii A. D.), cf. PFay.85.7 (iii A. D.), etc.V phrase, expression, esp. of technical terms,ὀ. τὰ ἐν τῇ ναυτικῇ X.Ath.1.19
: generally, D.19.187.VI Gramm., word, opp. ῥῆμα (expression), Pl.Cra. 399b, cf. Ap. 17c, Smp. 198b, 199b, 221e, Isoc.9.9, 11, Arist.Rh. 1404b5, Aeschin.3.72, A.D.Synt.12.25, al., Demetr.Eloc.23, al. ; τὸ ἰλλαίνειν ὄ. the word ἰλλαίνειν, Gal.17(1).679.2 noun, opp. ῥῆμα (verb, predicate), Pl.Tht. 168b, Sph. 262a, 262b, cf. Arist.Po. 1457a10, Int. 16a19, al.; as one of five parts of speech, Chrysipp.Stoic.2.45 ; ὄ. κύριον a proper name, opp. προσηγορικόν, D.T.636.16, A.D.Pron.26.12, al. (so ὄ. alone, Ar.Nu. 681 sqq., Diog.Bab.Stoic.3.213) ; also of adjectives, S.E.M.1.222. (Cf. Goth. namo, gen. namins, Lat. nōmen, Skt. nāma.) -
4 κατοπτρον
См. также в других словарях:
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek
ραδιοηλεκτρολογία — Τεχνική που επιτρέπει τη μετάδοση μηνυμάτων, ήχων ή εικόνων σε μεγάλη απόσταση με τη βοήθεια των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Η ρ. είναι συλλογικό έργο, οφείλεται δε σε εφευρέτες επιστήμονες και τεχνικούς, που ανήκουν σε διάφορα έθνη. Το 1845 ο Μ.… … Dictionary of Greek
σιωπή — η, ΝΜΑ, και σπάν. τ. σωπή Α 1. η έλλειψη, η διακοπή, η παύση τής ομιλίας (α. «ο πρόεδρος τού σώματος επέβαλε σε όλους σιωπή» β. «τῇ... σάλπιγγι σιωπὴ ὑπεσημάνθη», Θουκ.) 2. (κατ επέκτ.) η έλλειψη κάθε θορύβου, ησυχία, γαλήνη, σιγή (α. «άκρα τού… … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… … Dictionary of Greek